- ποδόφθαλμα
- τα, Νζωολ.μαλακόστρακα δεκάποδα καρκινοειδή που έχουν τα μάτια τους σε μίσχους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. podophthalma (< πους, ποδός + οφθαλμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη].
Dictionary of Greek. 2013.